- επιχωμάτωση
- [-ις (-εως)] η засыпка, засыпание землёй; насыпание земли, устройство насыпи, дамбы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιχωμάτωση — η συσσώρευση χώματος για ανύψωση τού εδάφους, κατασκευή φράγματος ή πλήρωση κοιλότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιχωματώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
επιχωμάτωση — η η επισώρευση χώματος είτε για ανύψωση του εδάφους είτε για κατασκευή φράγματος, η επίχωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
επιχωματώνω — [επίχωμα] 1. συσσωρεύω χώμα, κάνω επιχωμάτωση 2. υψώνω το έδαφος με επιχωμάτωση … Dictionary of Greek
προχωννύω — Α 1. διαμορφώνω με επιχωμάτωση την έκταση μπροστά από έναν χώρο ή ένα κτήριο 2. γεμίζω με επιχωμάτωση, μωλώνω, μπαζώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χωννύω «σωρεύω χώμα»] … Dictionary of Greek
ανάχωση — η (Α ἀνάχωσις) [αναχώ] η ανύψωση προχώματος ή όχθης ποταμού νεοελλ. η επιχωμάτωση, η κάλυψη λάκκων με χώμα … Dictionary of Greek
αναβαθμίδα — η (Α ἀναβαθμίς) σκαλί, σκαλοπάτι νεοελλ. 1. μικρή φορητή σκάλα 2. Στρ. επικλινής επιχωμάτωση με την οποία ανεβάζουν στα οχυρώματα το πυροβόλο στη θέση μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βαθμίς] … Dictionary of Greek
αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… … Dictionary of Greek
επίχωση — η (AM ἐπίχωσις) [επιχώννυμι] επιχωμάτωση νεοελλ. βαθμιαία εξαφάνιση γήινου ανάγλυφου κάτω από τα ίδια του τα αποσαθρώματα μσν. εξόγκωση, μεγαλοποίηση … Dictionary of Greek
επιχωματισμός — ο (Μ ἐπιχωματισμός) η επιχωμάτωση … Dictionary of Greek
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek